λογολέσχης

Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ου, ὁ, A prater, AP11.140 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

λογολέσχης: -ου, ὁ, ἀδολέσχης, φλύαρος, Ἀνθ. Π. 11. 140.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bavard.
Étymologie: λόγος, λέσχη.

Greek Monolingual

λογολέσχης, ὁ (ΑM)
φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. κυσο-λέσχης, μυθο-λέσχης.

Greek Monotonic

λογολέσχης: -ου, ὁ (λέσχη), φλύαρος, αδολέσχης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λογολέσχης: ου ὁ пустомеля, болтун Anth.

Middle Liddell

λογο-λέσχης, ου, ὁ, λέσχη
a prater, Anth.