-ουν, contr. for λιγύπνοος.
λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δίπνοιος / θεόπνους].