λοχίας

Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
στρατ. υπαξιωματικός του στρατού ξηράς μεταξύ των βαθμών του επιλοχία και του δεκανέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + κατάλ. -ίας (πρβλ. κτηματ-ίας, σμηνίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].