λογάριθμος

Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
μαθ. ο εκθέτης ή η δύναμη στην οποία πρέπει να υψωθεί μια βάση για να προκύψει ένας δοσμένος αριθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. logarithme < νεολατ. logarithmus < log- (< λογο-) + -arithmus (< αριθμός). Τη λ. έπλασε ο Neper (1614). Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Γ. Βεντότη].