το (Μ μάλαμα)χρυσόςνεοελλ.1. κάθε πολύτιμο μέταλλο2. μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πάρα πολύ καλός («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι μάλαμα»)μσν.χρυσό νόμισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μάλαγμα (πρβλ. πράγμα: πράμα) < μαλάσσω.