λῃτῆρες

Revision as of 14:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ἱεροὶ στεφανηφόροι (Athamanian), Id.

Greek Monolingual

λητῆρες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἱεροὶ στεφανηφόροι».
[ΕΤΥΜΟΛ. <θ. λη- του λήτωρ + επίθημα -τήρ (πρβλ. λου-τήρ, πα-τήρ)
βλ. και λ. λήτωρ].