μέροθεν

Revision as of 14:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

μέροθεν (Μ)
επίρρ. σε μερικά μέρη, κατά τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. οίκο-θεν)].