μέροθεν

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

Greek Monolingual

μέροθεν (Μ)
επίρρ. σε μερικά μέρη, κατά τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. οίκοθεν)].