μαστιχένιος

Revision as of 14:46, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που έχει παρασκευαστεί από μαστίχα ή με μαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρ-ένιος)].