μηροκαυτῶ, -έω (Α)καίω μηρούς κατά τη διάρκεια θυσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -καυτῶ (< καυτός < καίω), πρβλ. ηλιο-καυτώ, ιερο-καυτώ].