μεσόκουρος

Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A shaven in the middle, Poll.4.139.

German (Pape)

[Seite 138] in der Mitte geschoren, Poll. 4, 139.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόκουρος: -ον, ὁ τὸ μέσον τῆς κεφαλῆς ἔχων κεκαρμένον, Πολυδ. Δ΄, 139.

Greek Monolingual

μεσόκουρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουρεμένο το μέσο του κεφαλιού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί-κουρος, ημί-κουρος].