και μονατομικός, -ή,-οφυσ.-χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει ένα αέριο χημικό στοιχείο τα μόρια του οποίου αποτελούνται από απλά άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monatomic (< μον(ο)- + ατομικός)].