-ιγγος, ὁ, Α(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει χρυσή φόρμιγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + φόρμιγξ «λύρα» (πρβλ. ποικιλο-φόρμιγξ)].