χρυσόγλυφος

Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A gloss on χρυσοτόρευτος, Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 1380] = χρυσοτόρευτος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόγλῠφος: -ον, = χρυσοτόρευτος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1152. 14, Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
χρυσοτόρευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -γλυφος (< γλύφω), πρβλ. δουρατό-γλυφος].