χρωματόσωμα

Revision as of 15:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και χρωμόσωμα, το, Ν
βιολ. το μικροσκοπικό νηματόμορφο τμήμα του κυττάρου, που φέρει την κληρονομική πληροφορία με τη μορφή γονιδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromosome < γερμ. Chromosom (< χρώμα, -ατος + σώμα)].