πληροφορία
English (LSJ)
ἡ,
A fullness of assurance, certainty, 1 Ep.Thess.1.5, Ep.Col.2.2, Ep.Hebr. 6.11.
II assurance given, Cod.Just.1.1.5.4.
German (Pape)
[Seite 634] ἡ, volle Überzeugung, Gewißheit, N.T.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pleine assurance, certitude;
NT: plénitude ; accomplissement.
Étymologie: cf. πληροφορέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πληροφορία -ας, ἡ [πληροφορέω] volle overtuiging, zekerheid.
Russian (Dvoretsky)
πληροφορία: ἡ полная уверенность NT.
English (Strong)
from πληροφορέω; entire confidence: (full) assurance.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πληροφορώ
είδηση, γνώση, το σύνολο τών σημάτων, λέξεων, φράσεων με το οποίο καθιστά κανείς γνωστό ένα πράγμα, μια κατάσταση ή ένα γεγονός
νεοελλ.
1. ποιοτικός συντελεστής που καθορίζει τη θέση ή την κατάσταση ενός συστήματος αυτόματου ελέγχου
2. βιολ. ο βαθμός της τάξης του ζωντανού συστήματος, το σύνολο τών οδηγιών που καθορίζουν την πολυπλοκότητα και την οργάνωση ενός όντος και ρυθμίζουν την οντογενετική σύνθεση αυτής της πολυπλοκότητας από μια απλή αρχή
3. (επικοιν.) το περιεχόμενο τών σημάτων που διαβάζονται με την τηλεφωνία, την τηλεόραση, την τηλεγραφία και τα άλλα μέσα ενημέρωσης
4. βασική έννοια της κυβερνητικής, ειδικά της θεωρίας της πληροφορίας, που έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία στη βιολογία, στη νευροφυσιολογία, στην ψυχολογία, στην οικονομία, στην κοινωνιολογία και στη φιλοσοφία, ιδίως στη γνωσιολογία
5. φρ. α) «θεωρία πληροφοριών» — κλάδος της κυβερνητικής που ασχολείται με τις μεθόδους υπολογισμού και εκτίμησης της ποσότητας πληροφοριών που περιέχονται σε διάφορα στοιχεία από την άποψη της αποθήκευσής τους σε ειδικές συσκευές ή κατά την μετάδοσή τους με τις τηλεπικοινωνίες
β) «συλλογή πληροφοριών»
στρατ. είδος στρατηγικής και επιχειρησιακής ασφάλειας τών στρατευμάτων, που οργανώνεται από τη διοίκηση και τα επιτελεία για τη συγκέντρωση στοιχείων σχετικών με τον εχθρό, την τοποθεσία, τις μετεωρολογικές συνθήκες καθώς και με τον τεχνικό πολεμικό εξοπλισμό
μσν.
ασφάλεια που παραχωρήθηκε
αρχ.
τέλεια πιστοποίηση, βεβαιότητα για κάτι.
Greek Monotonic
πληροφορία: ἡ, πλήρης βεβαιότητα, πεποίθηση, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πληροφορία: ἡ, πλήρης βεβαιότης, πεποίθησις, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. α΄, 5, πρ. Κολ. β΄, 2, πρ. Ἑβρ. ς΄, 11, κτλ.· ― οὕτω, -φόρησις, εως, Πτολ. Τετράβ. 4· φόρημα, τό, Γλωσσ.
Middle Liddell
πληροφορία, ἡ,
fulness of assurance, certainty, NTest.
Chinese
原文音譯:plhrofor⋯a 普累羅-賀里阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:滿的-攜帶(著)
字義溯源:確信,充足,滿足,確實;源自(πληροφορέω)=完滿的實現);由(πλήρης)=滿的)與(φορέω)=有負擔,帶)組成;其中 (πλήρης)出自(πίμπλημι)*=充滿),而 (φορέω)出自(φόρος)=負擔), (φόρος)又出自(φέρω)*=負擔,背)
出現次數:總共(4);西(1);帖前(1);來(2)
譯字彙編:
1) 充足的(1) 來10:22;
2) 滿足(1) 來6:11;
3) 確信(1) 帖前1:5;
4) 確實(1) 西2:2