ὁ, A = ταρσός, Sch.Od.9.219.
και ψυχός, ὁ, Αδοχείο ψύξης, κυρίως του γάλακτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ- του ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» (πρβλ. ψυγεῖον)].