ἐπήλυτος

Revision as of 15:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, = ἐπηλύτης.

German (Pape)

[Seite 920] angekommen; Xen. Oec. 11, 4; D. Hal. 3, 72 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
survenu, qui survient.
Étymologie: cf. ἔπηλυς.

Greek Monolingual

ἐπήλυτος, -ον (Α)
ἔπηλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηλυς (< θ. ελυθ- συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ρ. ελεύθω «έρχομαι») + -τος. Το -η- του -ηλυς είναι προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπήλῠτος: Xen. = ἔπηλυς I, 2.