ἠπιόμυθος
English (LSJ)
ον, A soft-speaking, Max.68.
German (Pape)
[Seite 1174] sanftredend, Maximus 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόμῡθος: -ον, ἠπίως ὁμιλῶν, Μάξιμ. π. καταρχ. 68.
Greek Monolingual
ἠπιόμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει ήπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -μύθος (< μύθος), πρβλ. γλυκύ-μυθος, εύ-μυθος].