μύθος

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μῡθος)
1. πλαστή ιστορία, φανταστική διήγηση («ὅτι τοὺς ποιητὰς δέοι ποιεῖν μύθους, ἀλλ' οὐ λόγους», Πλάτ.)
2. μυθική παράδοση η οποία αναφέρεται σε θεούς και ήρωες («οι μύθοι του Ηρακλέους»)
3. αλληγορική διήγηση η οποία είναι σχετική με φυσικά φαινόμενα, ζώα ή φυτά και από την οποία εξάγεται ένα ηθικό δίδαγμα ή συμπέρασμα (α. «οι μύθοι του Αισώπου» β. «πρότερον δὲ μύθοις πρὸς τά παιδία ἣ γυμνασίοις χρώμεθα», Πλάτ.)
4. η υπόθεση δράματος, έπους, μυθιστορήματος (α. «ο μύθος του Οιδίποδος αποτέλεσε θέμα πολλών ποιητικών έργων» β. «ὁ περὶ Ἠλέκτρας καὶ Ὀρέστου μῡθος παρὰ Σοφοκλεῖ καὶ παρ' Εὐριπίδῃ», Αριστοτ.)
5. παροιμία
6. φρ. «ο μύθος δηλοί...» — αυτό σημαίνει...