ἰθυδρόμος

Revision as of 16:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A straight-running, πρίων AP6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1245] gerade laufend, πρίων, Philpp. 15 (VI, 103).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυδρόμος: ῑ, ον, ὁ ἔχων εὐθεῖαν κίνησιν, πρίων Ἀνθ. Π. 6. 103· - οὐσιαστ. ἰθυδρομία, ἡ, ἰθ. τῶν πόρων Ἑρμῆς Τρισμέγ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, δραμεῖν.

Greek Monolingual

ἰθυδρόμος, -ον (Α)
ευθυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημερο-δρόμος, πελαγο-δρόμος.

Greek Monotonic

ἰθυδρόμος: [ῑ], -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε ευθεία κίνηση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθῠδρόμος: (ῑ) движущийся по прямой линии (πρίων Anth.).

Middle Liddell

ἰ¯θυ-δρόμος, ον δραμεῖν
straight-running, Anth.