ἱματηγός

Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

όν, A loaded with apparel, ναῦς Thphr.Lap. 68.

German (Pape)

[Seite 1252] Kleider führend, ναῦς Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτηγός: -όν, ὁ φέρων, μεταφέρων ἱμάτια, ναῦς Θεόφρ. π. Λίθ. 68.

Greek Monolingual

ἱματηγός, -όν (Α)
αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -ηγός (< ἄγω, με λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχ-ηγός, κυν-ηγός].