ἱλαρύνω

Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

v. ἱλαρόω.

Greek Monolingual

(Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ
2. μέσ. ιλαρύνομαι
χαίρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. -ύνω (πρβλ. απαλ-ύνω, φαιδρ-ύνω)].