δεκαπλός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεκαπλοῡς, -η, -ουν)
ο δεκαπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πλους (για το β' συνθετικό πρβλ. απλούς, [[-]])].
-ή, -ό (AM δεκαπλοῡς, -η, -ουν)
ο δεκαπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πλους (για το β' συνθετικό πρβλ. απλούς, [[-]])].