θανατόεις

Revision as of 17:29, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)

English (LSJ)

εσσα, εν, A deadly, ἁμαρτήματα S. Ant.1262 (lyr.); μόρος E.IA1288 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1186] εσσα, εν, = θανάσιμος; ἁμαρτήματα Soph. Ant. 1248; πόρος, der Todespfad, Eur. I. A. 1273.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτόεις: εσσα, εν, θανάσιμος, ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1262· μόρος Εὐρ. Ι. Α. 1289.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. θανάσιμος.
Étymologie: θάνατος.

Greek Monolingual

θανατόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο θανάσιμος («θανατόεντα ἁμαρτήματα», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα –όεις (πρβλ. βρυόεις, δρυόεις, ζακρυόεις)].

Greek Monotonic

θᾰνᾰτόεις: -εσσα, -εν, θανάσιμος, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος
1) смертельный, причиняющий смерть (ἁμαρτήματα Soph.);
2) смертный, роковой (μόρος Eur.).

Middle Liddell

θᾰνᾰτόεις, εσσα, εν
deadly, Soph., Eur. [from θάνᾰτος]