δρυόεις
English (LSJ)
δρυόεσσα, δρυόεν,
A full of oaks, woody, Il.2.783a, Nonn. D. 5.60.
II made of oak-wood, ib. 17.322, al.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
1 poblado de robles o encinas, boscoso χῶρος Il.2.783 (ap. crít.), ἐνὶ δρυόεντι ... κόλπῳ Nonn.D.21.338.
2 de madera de roble βέλεμνον Nonn.D.17.322, δρυόεντας ... κενεῶνας huecos del tronco de un roble o encina Nonn.D.32.294, πόλεμος δ. guerra con palos Nonn.D.21.90.
3 que cubre un roble o una encina κισσός Nonn.D.22.87.
German (Pape)
[Seite 669] εσσα, εν, voll Eichen; p. bei Strab. XIII p. 626; Nonn. D. 5, 60 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δρυόεις: εσσα, εν, πλήρης δρυῶν, δασώδης, Στράβ. 626.
Greek Monolingual
δρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. ο γεμάτος βαλανιδιές
2. ο κατασκευασμένος από ξύλα βαλανιδιάς.
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog