ευερκής
Greek Monolingual
εὐερκής, -ές (Α)
1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. ασφαλής («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», Ομ. Οδ.)
3. (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ερκής, τ. στον οποίο απαντά η λ. έρκος «φραγμός» ως β' συνθετικό (πρβλ. αμφερκής, ομοερκής)].