εὐθυμάχος

Revision as of 17:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

German (Pape)

[Seite 1070] = εὐθυμάχης, ἄνδρες Simon. 18 (VI, 442); π ολιῆται 30 (App. 73).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυμάχος: ᾰ, ον, = εὐθυμάχης, Σιμωνίδ. 108, Ἀνθ. Π. παράρτ. 73.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va droit à l’ennemi.
Étymologie: εὐθύς, μάχομαι.

Greek Monolingual

εὐθυμάχος, -ον (Α)
ο ευθυμάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + -μάχος (< μάχομαι)
πρβλ. μονομάχος, ναυμάχος].

Greek Monotonic

εὐθυμάχος: [ᾰ], -ον, = εὐθυμάχης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠμάχος: сражающийся в открытом бою Anth.

Middle Liddell

εὐθυ-μά˘χος, ον = εὐθυμάχης, Anth.]