Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ζωηρόχρωμος
Revision as of 17:45, 23 August 2021 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
-η, -ο αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ.<ζωηρός+ -χρωμος (<χρώμα), πρβλ. άχρωμος, μονόχρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδαΕφημερίς].