ηρακλεώτης
Greek Monolingual
ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α)
ο κάτοικος της Ηράκλειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια + κατάλ. -ωτης (πρβλ. επαρχιώτης, νησιώτης)].
ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α)
ο κάτοικος της Ηράκλειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια + κατάλ. -ωτης (πρβλ. επαρχιώτης, νησιώτης)].