καλλιζυγής

Revision as of 18:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ές, A beautifully yoked, ἅρμα E.Andr.278 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιζῠγής: -ές, καλῶς ἐζευγμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 278.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au bel attelage.
Étymologie: καλός, ζυγός.

Greek Monolingual

καλλιζυγής, -ές (Α)
αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -ζύγ-ην), πρβλ. ισοζυγής, ομοζυγής].

Greek Monotonic

καλλιζῠγής: -ές (ζυγόν), καλά ζευγμένος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλλῐζῠγής: красиво запряженный (ἅρμα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen).

Middle Liddell

καλλι-ζῠγής, ές ζυγόν
beautifully yoked, Eur.