ισχνοσκελής
Greek Monolingual
ἰσχνοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής, μακροσκελής].
ἰσχνοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής, μακροσκελής].