μακροσκελής
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
μακροσκελές, long-legged, A.Fr.62. Arist.PA692b5, HA623a26 (Comp.), Str.2.1.9.
German (Pape)
ές, langschenkelig, langfüßig; Aesch. frg. 62; Arist. H.A. 2.12, im comp. 9.30.
Russian (Dvoretsky)
μακροσκελής: длинноногий, голенастый (ὄρνιθες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μακροσκελής: -ές, ὁ ἔχων μακρὰ σκέλη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 63, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ές (AM μακροσκελής, -ές)
αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια
νεοελλ.
1. (για προφορικό ή γραπτό λόγο) αυτός που αποτελείται από μακρές περιόδους, μακροπερίοδος
2. εκτεταμένος, πολύ διεξοδικός («μακροσκελές άρθρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής, φοινικοσκελής].