κοινόδικος
English (LSJ)
ον, A enjoying a common right, Orac. ap. Phleg.1 J.
German (Pape)
[Seite 1468] mit gemeinsamem Rechte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόδῐκος: -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144.
Greek Monolingual
κοινόδικος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κοινό δίκαιο με άλλους
2. αυτός που προέρχεται από δίκαιο που είναι κοινό σε διάφορες πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δικος (< δίκη), πρβλ. ένδικος, εξώδικος].