κοινόδικος

Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ον, A enjoying a common right, Orac. ap. Phleg.1 J.

German (Pape)

[Seite 1468] mit gemeinsamem Rechte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόδῐκος: -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144.

Greek Monolingual

κοινόδικος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κοινό δίκαιο με άλλους
2. αυτός που προέρχεται από δίκαιο που είναι κοινό σε διάφορες πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δικος (< δίκη), πρβλ. ένδικος, εξώδικος].