εξώδικος
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για ενέργειες που αφορούν έννομα συμφέροντα) αυτός που δεν επιβάλλεται, δεν γίνεται μέσω δικαστηρίου («εξώδικα μέτρα»)
2. (για έγγραφα) αυτός που κοινοποιείται με δικαστικό κλητήρα («εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση»)
3. (για πληροφορία) αυτός που δεν προέρχεται από επίσημη πηγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].