λυσίδρως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, A freeing from perspiration, Choerob. in Theod. 1.252.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίδρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ τοῦ ἱδρῶτος, Α. Β. 1197.
Greek Monolingual
λυσίδρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τον ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -ίδρως (< ἱδρώς «ιδρώτας»), πρβλ. δυσίδρως, φιλίδρως].