μολύβδεος

Revision as of 19:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

α, ον, contr. μολυβδ-οῦς, ῆ, οῦν, A leaden, δελφίς Pherecr.12, cf. Thphr.Od.41, IG22.1012.43, PCair.Zen.89.4 (iii B.C.), Ph.Bel.99.23 (-λιβδ- codd.), etc.

German (Pape)

[Seite 200] zsgzgn μολυβδοῦς, ῆ, οῦν, bl eiê rn; Theophr.; Luc. Iup. trag. 47 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολύβδεος: -α, -ον, συνῃρ. -οῦς, ῆ, οῦν, ὁ ἐκ μολύβδου, μολύβδινος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 43.

Greek Monolingual

μολύβδεος και μολίβδεος, -έα, -ον και συνηρ. μολυβδοῡς και μολιβδοῡς, -ή, -οῦν (Α)
μολύβδινος, από μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -εος (πρβλ. αργύρεος, χρύσεος). Ο τ. μολίβδεος < μόλιβδος].