μοσχαρήσιος
Greek Monolingual
και μοσκαρήσιος, -α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αρνήσιος, γελαδήσιος)].
και μοσκαρήσιος, -α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αρνήσιος, γελαδήσιος)].