ἡνιορράφος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A saddler, Gloss.
Greek Monolingual
ἡνιορράφος, ὁ (Α)
αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιορράφος, μηχανορράφος].
[ᾰ], ὁ, A saddler, Gloss.
ἡνιορράφος, ὁ (Α)
αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιορράφος, μηχανορράφος].