ηνίο

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source

Greek Monolingual

το (AM ἡνίον, Α δωρ. τ. ἁνίον)
συν. στον πληθ. τα ηνία
επιμήκεις δερμάτινοι ιμάντες που αποτελούν μέρος του χαλινού και της παραχαλινίδας του αλόγου, κν. γκέμια
νεοελλ.
1. μτφ. διαχείριση, διακυβέρνηση, χειρισμός («τα ηνία του κράτους»)
2. (στον εν.) (πυροβ.) χαλύβδινο τεμάχιο κάτω από την ακτηρίδα τών πυροβόλων που χρησιμεύει για τη στερέωσή τους σε βραχώδες έδαφος
αρχ.
(στον εν.) το σιδερένιο τεμάχιο του χαλινού που δαγκώνεται από το υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηνία, η].