ἐϋκνήμις
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ, A well-greaved, freq. in nom. and acc. pl. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, in Il. always epithet of Ἀχαιοί 1.17, al.; in Od. also of ἑταῖροι, 2.402, 9.550: gen. sg. as fem., -κνήμῑδος Ἰτώνης Poet. ap. EM519.1. II with goodly spokes, ἀπήνη Nonn.D.7.140.
Greek (Liddell-Scott)
ἐϋκνήμῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς κνημῖδας, καθόλου εὔοπλος, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν, ἐν δὲ τῇ Ὀδ. καὶ τῶν ἑταίρων, ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι Β. 402, Ι. 550. ΙΙ. ἔχουσα ὡραίας ἀκτῖνας ἐν τοῖς τροχοῖς, ἀπήνη Νόνν. Δ. 7. 140.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
aux belles bottines, aux beaux jambarts.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.
Greek Monolingual
ἐϋκνήμις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.
β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι», Ομ. Οδ.)
2. (κατ' επέκτ.) ο καλά οπλισμένος
3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις ἀπήνη» — άμαξα με ωραίες ακτίνες, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + -κνημις (< κνήμη), πρβλ. αλικνήμης, δασυκνήμης].
Greek Monotonic
ἐϋκνήμῑς: -ῖδος, ἡ, καλά εξοπλισμένος με περικνημίδες, πάνοπλος, Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. ἐυκνημῖδες, -ῖδας, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐϋκνήμῑς: ῑδος adj. κνημίς с красивыми наголенниками, «пышнопоножий», по друг. κνήμη с красивыми голенями (Ἀχαιοί Hom.).