θερμομιγής

Revision as of 07:30, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ές, A half-hot, ἀήρ Placit.2.20.13.

German (Pape)

[Seite 1202] ές, mit Wärme gemischt, ἀήρ Plut. plac. phil. 2, 20.

Greek (Liddell-Scott)

θερμομῐγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ θερμός, Πλούτ. 2. 890Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mêlé de chaleur, modérément chaud.
Étymologie: θερμός, μίγνυμι.

Greek Monolingual

θερμομιγής, -ές (Α)
ο κατά το ήμισυ θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -μιγής (< θ. μιγ-, πρβλ. εμίγην του μείγνυμι), πρβλ. αμιγής, συμμιγής.

Russian (Dvoretsky)

θερμομῐγής: смешанный с теплом, теплый (ἀήρ Plut.).