θεατροπώλης

Revision as of 09:33, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who sells seats in a theatre, Ar.Fr.562.

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, Theaterpächter, Ar. bei Poll. 7, 199.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν θέσεις ἐν τῷ θεάτρῳ, ὁ θέαν ἀπομισθῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 475, Πολυδ. Ζ΄, 199, πρβλ. θεατρώνης.

Greek Monolingual

θεατροπώλης, -ου, ό (Α)
αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση του θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντοπώλης, παντοπώλης.

Russian (Dvoretsky)

θεᾱτροπώλης: ου ὁ сдающий помещение под театр Arph.