οἰωνοθέτης

Revision as of 13:14, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

English (LSJ)

ου, ὁ, A interpreter of auguries, S.OT484(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς οἰωνούς, Σοφ. Ο. Τ. 483.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui interprète le vol ou le cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνός, τίθημι.

Greek Monolingual

οἰωνοθέτης, ὁ (Α)
εξηγητής, ερμηνευτής τών οιωνών, οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οιωνός + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. αστροθέτης.

Greek Monotonic

οἰωνοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοθέτης: ου ὁ птицегадатель Soph.

Middle Liddell

οἰωνο-θέτης, ου, ὁ, τίθημι
an interpreter of auguries. Soph.