διενεργέω
English (LSJ)
strengthened for ἐνεργέω, Critoap.Stob.3.3.64.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
διενεργέω: ἐπιτεταμ. ἐνεργέω, Κρίτων παρὰ Στοβ. 44. 42.
Spanish (DGE)
ejecutar, efectuar, realizar τό τε ἄπειρον καὶ τὸ περαῖνον ἐν ταῖς πράξεσι Damippus 69.13, οὐδὲν ... ἐναντίον τοῖς θείοις νόμοις Ath.Al.M.27.61B, ἀφροδίσια Sch.rec.Ar.Nu.1069b.