διενεργέω
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
strengthened for ἐνεργέω, Critoap.Stob.3.3.64.
Spanish (DGE)
ejecutar, efectuar, realizar τό τε ἄπειρον καὶ τὸ περαῖνον ἐν ταῖς πράξεσι Damippus 69.13, οὐδὲν ... ἐναντίον τοῖς θείοις νόμοις Ath.Al.M.27.61B, ἀφροδίσια Sch.rec.Ar.Nu.1069b.
German (Pape)
[Seite 619] verstärktes ἐνεργέω, Crito Stob. flor. 3, 75.
Greek (Liddell-Scott)
διενεργέω: ἐπιτεταμ. ἐνεργέω, Κρίτων παρὰ Στοβ. 44. 42.