πελέκημα

Revision as of 13:15, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ατος, τό, in plural, A chips, Aët.8.3, Gp.9.11.9. II in plural, splinters of stone or wood, POxy.498.23 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 550] τό, das mit der Art Zugehauene, oder Späne, welche beim Behauen abfallen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πελέκημα: τό, «πελεκοῦδι», Ἀέτ. 8, 3, Γαλην. τ. 14, σ. 423, 1.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πελεκώ
κομμάτι πελεκημένου ξύλου, πελεκούδι
νεοελλ.
1. η κοπή ξύλων με τον πέλεκυ
2. η κατεργασία ξύλου με αιχμηρό όργανο ή με πέλεκυ
3. μτφ. α) ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα
β) εξόντωση, πετσόκομμα.