τυπή

Revision as of 13:20, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ἡ, A blow, wound, in plural, Il.5.887, A.R.3.848, etc.: sg., Nic.Th.129,673.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπή: ἡ, κτύπημα, πληγή, ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ε. 887, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 848, κλπ., Νικ. Θηρ. 129. 673.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
coup.
Étymologie: τύπτω.

English (Autenrieth)

blow, stroke, pl., Il. 5.887†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ- του ρ. τύπτω + κατάλ. -ή (πρβλ. κοπ-ή)].

Greek Monotonic

τῠπή: ἡ (τύπτω), χτύπημα, πληγή, στον πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τῠπή: ἡ удар Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυπή -ῆς, ἡ [τύπτω] slag, stoot.

Middle Liddell

τῠπή, ἡ, τύπτω
a blow, wound, in plural, Il.