γογγύλλω

Revision as of 13:40, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

English (LSJ)

A round (μεταστρέφει Suid.), Ar.Th.56 (Pors. for γογγυλίζει); cf. γογγυλεῖν· συστρεφεῖν (perhaps συστρέψειν), Hsch.

German (Pape)

[Seite 500] nach Porsons Conj. Ar. Th. 56 für γογγυλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

γογγύλλω: στρογγύλον ποιῶ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Πόρσ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 5β, γογγυλίζει (ὅπερ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεταστρέφειν)· οὕτω ὁ Κόβητος ἐν V. LL. προτιμᾷ ξυγγογγύλας ἀντὶ -υλίσας ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 61, Λυσ. 973· καὶ γογγυλεῖν φαίνεται ἐσφαλμ. γραφ. παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ γογγύλλειν,

Spanish (DGE)

redondear, dar forma redonda fig. ref. al discurso, Ar.Th.56, cf. Hsch.

Greek Monolingual

γογγύλλω (Α) γογγύλος
στρογγυλεύω κάτι.

Russian (Dvoretsky)

γογγύλλω: досл. скатывать в виде шарика, перен. закруглять (sc. ἔπη Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γογγύλλω γογγύλος rond maken.