λευκαία

Revision as of 13:45, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

English (LSJ)

ἡ, a synonym (perhaps a variety) of σπάρτος, used for cordage or tackle, Moschio ap.Ath.5.206f:—written λευκέα in BGU544.5 (ii A.D.), Artem.3.59 (who dists. it from κάνναβις), Hsch. II = λεύκη 11.1, λευκαίας στέφανος IG12(1).155 iii 79, iv 118:—hence Λευκαῖος Ζεύς, Zeus of the white poplar, Paus.5.5.5.

German (Pape)

[Seite 33] ἡ, = λευκέα, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λευκαία: ἡ, εἶδος ἰσχυροῦ χόρτου ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν σχοινίων ἢ ὁρμιῶν, ἴσως τὸ Ἱσπανικὸν spartum, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 206F· λευκέα παρ’ Ἀρτεμιδ. 3. 59· «λευκέα· σχοῖνος» Ἡσύχ. ΙΙ. = λεύκη ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. 79.

Greek Monolingual

λευκαία και, δ. γρφ., λευκέα, ἡ (Α) λεύκη
1. είδος ανθεκτικού φυτού κατάλληλου για κατασκευή σχοινιών, το σπάρτο
2. συνεκδ. το σχοινί
3. το φυτό λεύκα
4. (κατά τον Ευστ.) ο φλοιός της λεύκας.